ποιοῦνθ' — ποιοῦντα , ποιέω make pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ποιοῦντα , ποιέω make pres part act masc acc sg (attic epic doric) ποιοῦντι , ποιέω make pres part act masc/neut dat sg (attic epic doric) ποιοῦντι , ποιέω make pres ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιοῦντ' — ποιοῦντα , ποιέω make pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ποιοῦντα , ποιέω make pres part act masc acc sg (attic epic doric) ποιοῦντι , ποιέω make pres part act masc/neut dat sg (attic epic doric) ποιοῦντι , ποιέω make pres ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CALYBA — Graece καλύβη, in poemate de Copa incerti auctoris. Sunt topia et calybae, cyathi, rosa, tibia, chordae, Et trichila, umbrosis frigida arundinibus: Non est sonus vel crepitus aereorum vasorum, baculô ferreô pulsatorum, quem vulgo in Gallia… … Hofmann J. Lexicon universale
πάθηση — η (ΑΜ πάθησις) [πάσχω] βλάβη στον οργανισμό και καταστροφή τής υγείας και τής ισορροπίας του, η κατάσταση τού πάσχοντος, νόσος, ασθένεια, οργανική βλάβη («πάθηση τών νεφρών») νεοελλ. 1. ιατρ. παθολογική κατάσταση που εκδηλώνεται ως στατική, η… … Dictionary of Greek
προσυπακούω — ΜΑ 1. ακούω κάτι επί πλέον («κάλλιστα... ὑπήκουσας τοῑς λόγοις τόδε δὲ προσυπάκουσον ἔτι», Πλάτ.) 2. κατανοώ κάτι που δεν εκφράζεται σαφώς, που υπονοείται («εἰς διάφορα προσυπακούεται τό, Σὸς εἰμί σὸς γὰρ εἰμι δοῡλος», Ιωάνν. Χρυσ.) 3.… … Dictionary of Greek
ψιμυθιώνω — ψιμυθιῶ, όω, ΝΑ, και ψιμμυθιῶ και ψυμυθιῶ και ψημυθιῶ, όω, Α [ψίμυθος / ύθιον] νεοελλ. αλείφω το πρόσωπο με καλλυντικά, φτειασιδώνω αρχ. λευκαίνω το πρόσωπο με ψιμύθιο («ἐψιμυθιῶσθαι προστετρίφθαι τρίμματι λευκὸν τὸν χρῶτα ποιοῡντι», Μέγα… … Dictionary of Greek